ανακεφαλαίωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανακεφαλαίωση < ελληνιστική κοινή ἀνακεφαλαίωσις < αρχαία ελληνική ἀνακεφαλαιόομαι / ἀνακεφαλαιοῦμαι < κεφαλή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανακεφαλαίωση θηλυκό (ο πληθυντικός δόκιμος για τις οικονομικές έννοιες)
- η επανάληψη πληροφοριών και στοιχείων σε συνοπτική μορφή, η επανάληψη των κεντρικών σημείων μιας ενότητας
- (νεολογισμός) (οικονομία) η εξεύρεση κεφαλαίων για μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα (π.χ. τράπεζες)
- (οικονομία) ο ανατοκισμός όταν κάποιος λαμβάνει δάνειο και δεν το εξοφλεί (οπότε οι τόκοι θεωρούνται κεφάλαιο που δανείστηκε και στο εξής τοκίζονται σαν το κεφάλαιο που πράγματι δανείστηκε ο δανειολήπτης) αλλά και αντιστρόφως η αύξηση του κεφαλαίου λόγω τόκων ενός καταθέτη σε μια τράπεζα όσο το κεφάλαιο και οι τόκοι παραμένουν κατατεθειμένοι με προθεσμιακή κατάθεση και εφ' όσον ο καταθέτης δεν κάνει ανάληψη μετά το πέρας της πρώτης προθεσμίας -οπότε οι τόκοι της πρώτης περιόδου λογίζονται στο εξής ως νέο κεφάλαιο και τοκίζονται
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ανακεφαλαιώνω και κεφάλι
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανακεφαλαίωση
|