↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταθέτης οι καταθέτες
      γενική του καταθέτη των καταθετών
    αιτιατική τον καταθέτη τους καταθέτες
     κλητική καταθέτη καταθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταθέτης < καταθέτω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταθέτης αρσενικό

  1. αυτός που καταθέτει
  2. (ειδικότερα) αυτός που καταθέτει χρηματικό ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό ή, γενικότερα, που έχει καταθετικό λογαριασμό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία