Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακεφαλαιώνω < ανά + κεφαλαιώνω (< κεφάλαιο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.ce.fa.leˈo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

ανακεφαλαιώνω

  1. επαναλαμβάνω συνοπτικά τα βασικά σημεία από ό,τι έχει λεχθεί προηγουμένως
     συνώνυμα: ανασκοπώ, συνοψίζω
  2. (οικονομία) προσθέτω καθυστερημένους τόκους στο κεφάλαιο
     συνώνυμα: κεφαλαιοποιώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία