Δείτε επίσης: ἀνασκοπῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανασκοπώ < αρχαία ελληνική ἀνασκοπέω / ἀνασκοπῶ < σκοπέω / σκοπῶ

ανασκοπώ

  1. επανεξετάζω
  2. αναπολώ, αναλογίζομαι
  3. ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία