Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
review reviews

review (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κριτική, η κρίση τέχνης λογοτεχνική, θεατρική κτλ.
    ⮡  television series with good reviews - τηλεοπτικές σειρές με καλές κριτικές
    ⮡  Unfavorable reviews of his book were published.
    Δημοσιεύτηκαν δυσμενείς κρίσεις για το βιβλίο του.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επανάληψη, η ενέργεια του να επαναλαμβάνω τα υλικά, ειδικά για να ετοιμαστείς για εξετάσεις
    ⮡  review exercises - ασκήσεις επαναλήψεως
    ⮡  We’ll do a review of the grammar.
    Θα κάνουμε επανάληψη της γραμματικής.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επανεξέταση, η αναθεώρηση, η εξέταση κάτι για δεύτερη φορά, με σκοπό να το αλλάξουμε αν χρειαστεί
    ⮡  A review of the case was ordered.
    Διατάχτηκε η επανεξέταση της υπόθεσης.
    ⮡  There will be a review of the existing legislation.
    Θα γίνει αναθεώρηση της υφιστάμενης νομοθεσίας.
ενεστώτας review
γ΄ ενικό ενεστώτα reviews
αόριστος reviewed
παθητική μετοχή reviewed
ενεργητική μετοχή reviewing

review (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) επαναλαμβάνω, κοιτάζω ξανά κάτι που έχω σπουδάσει, ειδικά για να προετοιμαστώ για εξετάσεις
    ⮡  You should review new words constantly.
    Πρέπει να επαναλαμβάνετε τις νέες λέξεις συνεχώς.
    ⮡  Let’s review the first chapter.
    Ας επαναλαμβάνουμε το πρώτο κεφάλαιο.
  2. (μεταβατικό) αναθεωρώ, εξετάζω προσεκτικά κάτι ξανά, ειδικά για να μπορέσω να αποφασίσω αν είναι απαραίτητο να κάνω αλλαγές
    ⮡  The government will review the terms of the contract for the construction of the underground railway.
    Η κυβέρνηση θα αναθεωρήσει τους όρους της σύμβασης για την κατασκευή του υπόγειου σιδηροδρόμου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reconsider