Ετυμολογία en

επεξεργασία

πρώιμος 16ος αιώνας recollect (σημασία: «μαζεύω») < λατινικά: recollect- «μαζεμένος/συγκεντρωμένος πίσω» < recolligere < re- «πίσω» + colligere «συλλέγω, μαζεύω»

  Ετυμολογία en

επεξεργασία

πρώιμος 17ος αιώνας: recollect ύστερη μορφή του recollect ① < re- «ξανά, ξανά πάλι, μία φορά ακόμα, επιπλέον μία φορά» + collect «συλλέγω, μαζεύω»

recollect (en)

recollect (en)

  • αναδιοργανώνω την σκέψη μου, ηρεμώ και ξαναβρίσκω τον ειρμό μου, βάζω σε τάξη το μυαλό μου, βρίσκω τ' αβγά/αυγά και τα πασχάλια μου