recollect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία en ①
επεξεργασίαπρώιμος 16ος αιώνας recollect (σημασία: «μαζεύω») < λατινικά: recollect- «μαζεμένος/συγκεντρωμένος πίσω» < recolligere < re- «πίσω» + colligere «συλλέγω, μαζεύω»
Ετυμολογία en ②
επεξεργασίαπρώιμος 17ος αιώνας: recollect ύστερη μορφή του recollect ① < re- «ξανά, ξανά πάλι, μία φορά ακόμα, επιπλέον μία φορά» + collect «συλλέγω, μαζεύω»
Ρήμα ①
επεξεργασίαrecollect (en)
Ρήμα ②
επεξεργασίαrecollect (en)
- αναδιοργανώνω την σκέψη μου, ηρεμώ και ξαναβρίσκω τον ειρμό μου, βάζω σε τάξη το μυαλό μου, βρίσκω τ' αβγά/αυγά και τα πασχάλια μου