αναθυμούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααναθυμούμαι
- θυμάμαι, ξαναθυμάμαι
- ανακαλώ στη μνήμη αναμνήσεις από τα παλιά με νοσταλγία ή πάντως με θετική συνήθως διάθεση, αναπολώ
Συγγενικά
επεξεργασία
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναθυμούμαι | αναθυμούμουν | θα αναθυμούμαι | να αναθυμούμαι | αναθυμούμενος | |
β' ενικ. | αναθυμείσαι | αναθυμούσουν | θα αναθυμείσαι | να αναθυμείσαι | ||
γ' ενικ. | αναθυμείται | αναθυμούνταν | θα αναθυμείται | να αναθυμείται | ||
α' πληθ. | αναθυμούμαστε | αναθυμούμασταν αναθυμούμαστε |
θα αναθυμούμαστε | να αναθυμούμαστε | ||
β' πληθ. | αναθυμείστε | αναθυμούσασταν αναθυμούσαστε |
θα αναθυμείστε | να αναθυμείστε | αναθυμείστε | |
γ' πληθ. | αναθυμούνται | αναθυμούνταν | θα αναθυμούνται | να αναθυμούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναθυμήθηκα | θα αναθυμηθώ | να αναθυμηθώ | αναθυμηθεί | ||
β' ενικ. | αναθυμήθηκες | θα αναθυμηθείς | να αναθυμηθείς | αναθυμήσου | ||
γ' ενικ. | αναθυμήθηκε | θα αναθυμηθεί | να αναθυμηθεί | |||
α' πληθ. | αναθυμηθήκαμε | θα αναθυμηθούμε | να αναθυμηθούμε | |||
β' πληθ. | αναθυμηθήκατε | θα αναθυμηθείτε | να αναθυμηθείτε | αναθυμηθείτε | ||
γ' πληθ. | αναθυμήθηκαν αναθυμηθήκαν(ε) |
θα αναθυμηθούν(ε) | να αναθυμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναθυμηθεί | είχα αναθυμηθεί | θα έχω αναθυμηθεί | να έχω αναθυμηθεί | αναθυμημένος | |
β' ενικ. | έχεις αναθυμηθεί | είχες αναθυμηθεί | θα έχεις αναθυμηθεί | να έχεις αναθυμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναθυμηθεί | είχε αναθυμηθεί | θα έχει αναθυμηθεί | να έχει αναθυμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναθυμηθεί | είχαμε αναθυμηθεί | θα έχουμε αναθυμηθεί | να έχουμε αναθυμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναθυμηθεί | είχατε αναθυμηθεί | θα έχετε αναθυμηθεί | να έχετε αναθυμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναθυμηθεί | είχαν αναθυμηθεί | θα έχουν αναθυμηθεί | να έχουν αναθυμηθεί |