Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναθυμούμαι < ανά + θυμούμαι

  Ρήμα επεξεργασία

αναθυμούμαι

  1. θυμάμαι, ξαναθυμάμαι
  2. ανακαλώ στη μνήμη αναμνήσεις από τα παλιά με νοσταλγία ή πάντως με θετική συνήθως διάθεση, αναπολώ

Συγγενικά επεξεργασία


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία