ενεστώτας remember
γ΄ ενικό ενεστώτα remembers
αόριστος remembered
παθητική μετοχή remembered
ενεργητική μετοχή remembering

remember (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) θυμάμαι, έχω μια εικόνα στη μνήμη μου για ένα γεγονός, έναν άνθρωπο, έναν τόπο κτλ. από το παρελθόν
    ⮡  Do you remember me?
    Με θυμάσαι;
    ⮡  He did not remember anything after that.
    Δε θυμόταν τίποτα μετά από αυτό.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) θυμάμαι, επαναφέρω στη μνήμη μου ένα γεγονός, μια πληροφορία κτλ. που ήξερα
    ⮡  I don’t remember your name.
    Δε θυμάσαι το όνομά σου.
    ⮡  I will wait for you to remember it.
    Θα περιμένω να το θυμηθείς.
  3. (μεταβατικό) θυμάμαι, έχω κάτι σημαντικό στο μυαλό μου
    ⮡  You should always remember this!
    Αυτό να το θυμάσαι πάντα!
  4. (μεταβατικό) θυμάμαι, δεν ξεχνάω να κάνω κάτι· κάνω πραγματικά αυτό που πρέπει να κάνω
    ⮡  Will the singer remember to bring her guitar?
    Θα θυμηθεί η τραγουδίστρια να φέρει την κιθάρα της.