remember
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | remember |
γ΄ ενικό ενεστώτα | remembers |
αόριστος | remembered |
παθητική μετοχή | remembered |
ενεργητική μετοχή | remembering |
Ρήμα
επεξεργασίαremember (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) θυμάμαι, έχω μια εικόνα στη μνήμη μου για ένα γεγονός, έναν άνθρωπο, έναν τόπο κτλ. από το παρελθόν
- ⮡ Do you remember me?
- Με θυμάσαι;
- ⮡ He did not remember anything after that.
- Δε θυμόταν τίποτα μετά από αυτό.
- ⮡ Do you remember me?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) θυμάμαι, επαναφέρω στη μνήμη μου ένα γεγονός, μια πληροφορία κτλ. που ήξερα
- ⮡ I don’t remember your name.
- Δε θυμάσαι το όνομά σου.
- ⮡ I will wait for you to remember it.
- Θα περιμένω να το θυμηθείς.
- ⮡ I don’t remember your name.
- (μεταβατικό) θυμάμαι, έχω κάτι σημαντικό στο μυαλό μου
- ⮡ You should always remember this!
- Αυτό να το θυμάσαι πάντα!
- ⮡ You should always remember this!
- (μεταβατικό) θυμάμαι, δεν ξεχνάω να κάνω κάτι· κάνω πραγματικά αυτό που πρέπει να κάνω
- ⮡ Will the singer remember to bring her guitar?
- Θα θυμηθεί η τραγουδίστρια να φέρει την κιθάρα της.
- ⮡ Will the singer remember to bring her guitar?