αναθύμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναθύμηση | οι | αναθύμησες |
γενική | της | αναθύμησης | — | |
αιτιατική | την | αναθύμηση | τις | αναθύμησες |
κλητική | αναθύμηση | αναθύμησες | ||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναθύμηση < μεσαιωνική ελληνική ἀναθύμησις < αρχαία ελληνική ἐνθύμησις < ἐνθυμοῦμαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναθύμηση θηλυκό
- η ανάμνηση, η ανάκληση κάποιου γεγονότος ή μιας κατάστασης στο νου από το παρελθόν
- η υπενθύμιση (σπάνια χρήση της έννοιας αυτής πλέον)
- το αναμνηστικό, το ενθύμιο (σπάνια χρήση της έννοιας αυτής πλέον)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναθύμηση