Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναθύμηση οι αναθύμησες
      γενική της αναθύμησης
    αιτιατική την αναθύμηση τις αναθύμησες
     κλητική αναθύμηση αναθύμησες
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναθύμηση < μεσαιωνική ελληνική ἀναθύμησις < αρχαία ελληνική ἐνθύμησις < ἐνθυμοῦμαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναθύμηση θηλυκό

  1. η ανάμνηση, η ανάκληση κάποιου γεγονότος ή μιας κατάστασης στο νου από το παρελθόν
  2. η υπενθύμιση (σπάνια χρήση της έννοιας αυτής πλέον)
  3. το αναμνηστικό, το ενθύμιο (σπάνια χρήση της έννοιας αυτής πλέον)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία