Δείτε επίσης: ἀναπολῶ, ἀναπωλῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπολώ < αρχαία ελληνική ἀναπολέω / ἀναπολῶ < ἀνά + πολέω < πέλω

αναπολώ

  • νοσταλγώ κάποιες στιγμές από το παρελθόν και τις φέρνω στη μνήμη μου, στρέφομαι στο παρελθόν και μου λείπει

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία