Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναπολητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναπολητικ
ός
η
αναπολητικ
ή
το
αναπολητικ
ό
γενική
του
αναπολητικ
ού
της
αναπολητικ
ής
του
αναπολητικ
ού
αιτιατική
τον
αναπολητικ
ό
την
αναπολητικ
ή
το
αναπολητικ
ό
κλητική
αναπολητικ
έ
αναπολητικ
ή
αναπολητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναπολητικ
οί
οι
αναπολητικ
ές
τα
αναπολητικ
ά
γενική
των
αναπολητικ
ών
των
αναπολητικ
ών
των
αναπολητικ
ών
αιτιατική
τους
αναπολητικ
ούς
τις
αναπολητικ
ές
τα
αναπολητικ
ά
κλητική
αναπολητικ
οί
αναπολητικ
ές
αναπολητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναπολητικός
<
αναπολώ
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
αναπολητικός, -ή, -ό
που έχει σχέση με την
αναπόληση
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
αναπολώ
Συνώνυμα
επεξεργασία
ενθυμητικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναπολητικός
αγγλικά
:
redolent
(en)
,
reminiscent
(en)
,
evocative
(en)