Προφορά

επεξεργασία

/ˈrɛdələnt/

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ύστερα μεσοαγγλικά: redolent (με την σημασία «αρωματικός») < παλαιογαλλικά ή
< λατινικά redolent- «που μυρίζει έντονα» < re(d)- (red-/re-) «πίσω, ξανά» + olere «μυρίζω»

  Επίθετο

επεξεργασία
  1. αναπολητικός, ενθυμητικός, (συνήθως προκαλεί-γεννά έντονο συναίσθημα) που θυμίζει κάτι παλιό ή υπαινίσσεται κάτι
  2. που μυρίζει, αρωματικός, ευωδιαστός