Δείτε επίσης: ἀρωματικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρωματικός η αρωματική το αρωματικό
      γενική του αρωματικού της αρωματικής του αρωματικού
    αιτιατική τον αρωματικό την αρωματική το αρωματικό
     κλητική αρωματικέ αρωματική αρωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρωματικοί οι αρωματικές τα αρωματικά
      γενική των αρωματικών των αρωματικών των αρωματικών
    αιτιατική τους αρωματικούς τις αρωματικές τα αρωματικά
     κλητική αρωματικοί αρωματικές αρωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρωματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρωματικός < αρχαία ελληνική ἄρωμα < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erh₃- (οργώνω)
χημικός όρος < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική aromatic [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾo.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρω‐μα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αρωματικός, -ή, -ό

  1. που έχει και αναδίδει ωραίο άρωμα
     συνώνυμα: αρωματισμένος, αρωματώδης, μυρωδάτος, μυρωδικός
  2. (χημική ένωση) είδος χημικής οργανικής ένωσης
  3. (ουσιαστικοποιημένο) αρωματικά: ουσία (φυσική ή τεχνητή) που αρωματίζει

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία