αναδίδω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναδίδω < μεσαιωνική ελληνική ἀναδίδω < αρχαία ελληνική ἀναδίδωμι < δίδωμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dédeh₃- < *deh₃-
Ρήμα
επεξεργασίααναδίδω (παθητική φωνή: αναδίδομαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναδίδω | ανέδιδα | θα αναδίδω | να αναδίδω | αναδίδοντας | |
β' ενικ. | αναδίδεις | ανέδιδες | θα αναδίδεις | να αναδίδεις | ανάδιδε | |
γ' ενικ. | αναδίδει | ανέδιδε | θα αναδίδει | να αναδίδει | ||
α' πληθ. | αναδίδουμε | αναδίδαμε | θα αναδίδουμε | να αναδίδουμε | ||
β' πληθ. | αναδίδετε | αναδίδατε | θα αναδίδετε | να αναδίδετε | αναδίδετε | |
γ' πληθ. | αναδίδουν(ε) | ανέδιδαν αναδίδαν(ε) |
θα αναδίδουν(ε) | να αναδίδουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανέδωσα | θα αναδώσω | να αναδώσω | αναδώσει | ||
β' ενικ. | ανέδωσες | θα αναδώσεις | να αναδώσεις | ανάδωσε | ||
γ' ενικ. | ανέδωσε | θα αναδώσει | να αναδώσει | |||
α' πληθ. | αναδώσαμε | θα αναδώσουμε | να αναδώσουμε | |||
β' πληθ. | αναδώσατε | θα αναδώσετε | να αναδώσετε | αναδώστε | ||
γ' πληθ. | ανέδωσαν αναδώσαν(ε) |
θα αναδώσουν(ε) | να αναδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναδώσει | είχα αναδώσει | θα έχω αναδώσει | να έχω αναδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναδώσει | είχες αναδώσει | θα έχεις αναδώσει | να έχεις αναδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναδώσει | είχε αναδώσει | θα έχει αναδώσει | να έχει αναδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναδώσει | είχαμε αναδώσει | θα έχουμε αναδώσει | να έχουμε αναδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναδώσει | είχατε αναδώσει | θα έχετε αναδώσει | να έχετε αναδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναδώσει | είχαν αναδώσει | θα έχουν αναδώσει | να έχουν αναδώσει |
|