Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας emit
γ΄ ενικό ενεστώτα emits
αόριστος emitted
παθητική μετοχή emitted
ενεργητική μετοχή emitting

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈmɪt/ & /ɪˈmɪt/
 

  Ρήμα επεξεργασία

emit (en)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία