emitter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
emitter | emitters |
emitter (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- emitter στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
emitter | emitters |
emitter (en)