Ετυμολογία

επεξεργασία
emitter < emit + -er

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əmɪtə/ & /iːmɪtə/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
emitter emitters

emitter (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • emitter στην αγγλική Βικιπαίδεια