εκβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκβάλλω. Μορφολογικά αναλύεται σε εκ- + βάλλω
Ρήμα
επεξεργασίαεκβάλλω
- (αμετάβατο) (για ποταμό) χύνομαι, καταλήγω
- (μεταβατικό) βγάζω κάποιον έξω από ένα χώρο, συνήθως με βίαιο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βάλλω