evict
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | evict |
γ΄ ενικό ενεστώτα | evicts |
αόριστος | evicted |
παθητική μετοχή | evicted |
ενεργητική μετοχή | evicting |
Ρήμα επεξεργασία
evict (en)
- (μεταβατικό) εκβάλλω, κάνω έξωση, πετάω έξω
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- evict - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 311, 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: έξωση, πετώ