ενεστώτας give off
γ΄ ενικό ενεστώτα gives off
αόριστος gave off
παθητική μετοχή given off
ενεργητική μετοχή giving off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
give off < give & off

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡɪv ɒf/

give off (en)