αποπνέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποπνέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποπνέω < ἀπό + πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pnew-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.poˈpne.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐πνέ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίααποπνέω, πρτ.: απέπνεα, αόρ.: απέπνευσα (χωρίς παθητική φωνή)
- μυρίζω, βγάζω μια (ευχάριστη ή άσχημη) μυρωδιά
- (μεταφορικά) έχω κάποια θετικά χαρακτηριστικά, συναισθήματα κ.λπ. κι αυτό γίνεται φανερό στους άλλους, αισθάνονται πως τα έχω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις από και πνέω