απόπνοια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόπνοια < (ελληνιστική κοινή) ἀπόπνοια < αρχαία ελληνική ἀποπνέω < ἀπό + πνέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόπνοια θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποπνέω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόπνοια
|