exude
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | exude |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exudes |
αόριστος | exuded |
παθητική μετοχή | exuded |
ενεργητική μετοχή | exuding |
Ρήμα
επεξεργασίαexude (en)
ενεστώτας | exude |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exudes |
αόριστος | exuded |
παθητική μετοχή | exuded |
ενεργητική μετοχή | exuding |
exude (en)