μυρωδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυρωδικός < μεσαιωνική ελληνική μυρωδικός < μυρωδία + -ικός < (ελληνιστική κοινή) μυρώδης < αρχαία ελληνική μύρον
Επίθετο
επεξεργασίαμυρωδικός, -ή, -ό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυρωδικός
|