πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπόληση οι αναπολήσεις
      γενική της αναπόλησης* των αναπολήσεων
    αιτιατική την αναπόληση τις αναπολήσεις
     κλητική αναπόληση αναπολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναπόληση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία