↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπόληση οι αναπολήσεις
      γενική της αναπόλησης* των αναπολήσεων
    αιτιατική την αναπόληση τις αναπολήσεις
     κλητική αναπόληση αναπολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπόληση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναπόλησις < αρχαία ελληνική ἀναπολέω / ἀναπολῶ < ἀνά + πολέω < πέλω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναπόληση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία