Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναπολούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναπολούμεν
ος
η
αναπολούμεν
η
το
αναπολούμεν
ο
γενική
του
αναπολούμεν
ου
της
αναπολούμεν
ης
του
αναπολούμεν
ου
αιτιατική
τον
αναπολούμεν
ο
την
αναπολούμεν
η
το
αναπολούμεν
ο
κλητική
αναπολούμεν
ε
αναπολούμεν
η
αναπολούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναπολούμεν
οι
οι
αναπολούμεν
ες
τα
αναπολούμεν
α
γενική
των
αναπολούμεν
ων
των
αναπολούμεν
ων
των
αναπολούμεν
ων
αιτιατική
τους
αναπολούμεν
ους
τις
αναπολούμεν
ες
τα
αναπολούμεν
α
κλητική
αναπολούμεν
οι
αναπολούμεν
ες
αναπολούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αναπολούμενος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αναπολώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναπολούμενος