στρέφομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στρέφομαι < παθητική φωνή του ρήματος στρέφω
Ρήμα
επεξεργασία
στρέφομαι
- στρέφω τον εαυτό μου προς μια ορισμένη κατεύθυνση, γυρίζω, στρίβω
- στράφηκε προς τα δεξιά
- (μεταφορικά)
- ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά, αλλά σύντομα το ενδιαφέρον του στράφηκε προς τη φιλοσοφία