Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκεφαλαιώνω < αρχαία ελληνική συγκεφαλαιόω / συγκεφαλαιῶ < κεφαλή

συγκεφαλαιώνω (παθητική φωνή: συγκεφαλαιώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία