συγκεφαλαιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκεφαλαιώνω < αρχαία ελληνική συγκεφαλαιόω / συγκεφαλαιῶ < κεφαλή
Ρήμα
επεξεργασίασυγκεφαλαιώνω (παθητική φωνή: συγκεφαλαιώνομαι)
- συνοψίζω ή παρουσιάζω τα κύρια σημεία μιας πληροφορίας ή ενός θέματος με συντομία και ακρίβεια
Συγγενικά
επεξεργασία- ανασυγκεφαλαιωμένος
- ανασυγκεφαλαιώνω / ανασυγκεφαλαιώνομαι
- ασυγκεφαλαίωτος
- συγκεφαλαιωμένος
- συγκεφαλαίωση
- συγκεφαλαιωτικά
- συγκεφαλαιωτικός
- συγκεφαλαιωτικώς
- → δείτε τις λέξεις συν και κεφάλι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκεφαλαιώνω | συγκεφαλαίωνα | θα συγκεφαλαιώνω | να συγκεφαλαιώνω | συγκεφαλαιώνοντας | |
β' ενικ. | συγκεφαλαιώνεις | συγκεφαλαίωνες | θα συγκεφαλαιώνεις | να συγκεφαλαιώνεις | συγκεφαλαίωνε | |
γ' ενικ. | συγκεφαλαιώνει | συγκεφαλαίωνε | θα συγκεφαλαιώνει | να συγκεφαλαιώνει | ||
α' πληθ. | συγκεφαλαιώνουμε | συγκεφαλαιώναμε | θα συγκεφαλαιώνουμε | να συγκεφαλαιώνουμε | ||
β' πληθ. | συγκεφαλαιώνετε | συγκεφαλαιώνατε | θα συγκεφαλαιώνετε | να συγκεφαλαιώνετε | συγκεφαλαιώνετε | |
γ' πληθ. | συγκεφαλαιώνουν(ε) | συγκεφαλαίωναν συγκεφαλαιώναν(ε) |
θα συγκεφαλαιώνουν(ε) | να συγκεφαλαιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκεφαλαίωσα | θα συγκεφαλαιώσω | να συγκεφαλαιώσω | συγκεφαλαιώσει | ||
β' ενικ. | συγκεφαλαίωσες | θα συγκεφαλαιώσεις | να συγκεφαλαιώσεις | συγκεφαλαίωσε | ||
γ' ενικ. | συγκεφαλαίωσε | θα συγκεφαλαιώσει | να συγκεφαλαιώσει | |||
α' πληθ. | συγκεφαλαιώσαμε | θα συγκεφαλαιώσουμε | να συγκεφαλαιώσουμε | |||
β' πληθ. | συγκεφαλαιώσατε | θα συγκεφαλαιώσετε | να συγκεφαλαιώσετε | συγκεφαλαιώστε | ||
γ' πληθ. | συγκεφαλαίωσαν συγκεφαλαιώσαν(ε) |
θα συγκεφαλαιώσουν(ε) | να συγκεφαλαιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγκεφαλαιώσει | είχα συγκεφαλαιώσει | θα έχω συγκεφαλαιώσει | να έχω συγκεφαλαιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις συγκεφαλαιώσει | είχες συγκεφαλαιώσει | θα έχεις συγκεφαλαιώσει | να έχεις συγκεφαλαιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει συγκεφαλαιώσει | είχε συγκεφαλαιώσει | θα έχει συγκεφαλαιώσει | να έχει συγκεφαλαιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκεφαλαιώσει | είχαμε συγκεφαλαιώσει | θα έχουμε συγκεφαλαιώσει | να έχουμε συγκεφαλαιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε συγκεφαλαιώσει | είχατε συγκεφαλαιώσει | θα έχετε συγκεφαλαιώσει | να έχετε συγκεφαλαιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκεφαλαιώσει | είχαν συγκεφαλαιώσει | θα έχουν συγκεφαλαιώσει | να έχουν συγκεφαλαιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συγκεφαλαιώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συγκεφαλαιώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συγκεφαλαιώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)