ανασυγκεφαλαιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαανασυγκεφαλαιώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ανασυγκεφαλαιώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανασυγκεφαλαιώνομαι | ανασυγκεφαλαιωνόμουν(α) | θα ανασυγκεφαλαιώνομαι | να ανασυγκεφαλαιώνομαι | ||
β' ενικ. | ανασυγκεφαλαιώνεσαι | ανασυγκεφαλαιωνόσουν(α) | θα ανασυγκεφαλαιώνεσαι | να ανασυγκεφαλαιώνεσαι | (ανασυγκεφαλαιώνου) | |
γ' ενικ. | ανασυγκεφαλαιώνεται | ανασυγκεφαλαιωνόταν(ε) | θα ανασυγκεφαλαιώνεται | να ανασυγκεφαλαιώνεται | ||
α' πληθ. | ανασυγκεφαλαιωνόμαστε | ανασυγκεφαλαιωνόμαστε ανασυγκεφαλαιωνόμασταν |
θα ανασυγκεφαλαιωνόμαστε | να ανασυγκεφαλαιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ανασυγκεφαλαιώνεστε | ανασυγκεφαλαιωνόσαστε ανασυγκεφαλαιωνόσασταν |
θα ανασυγκεφαλαιώνεστε | να ανασυγκεφαλαιώνεστε | (ανασυγκεφαλαιώνεστε) | |
γ' πληθ. | ανασυγκεφαλαιώνονται | ανασυγκεφαλαιώνονταν ανασυγκεφαλαιωνόντουσαν |
θα ανασυγκεφαλαιώνονται | να ανασυγκεφαλαιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανασυγκεφαλαιώθηκα | θα ανασυγκεφαλαιωθώ | να ανασυγκεφαλαιωθώ | ανασυγκεφαλαιωθεί | ||
β' ενικ. | ανασυγκεφαλαιώθηκες | θα ανασυγκεφαλαιωθείς | να ανασυγκεφαλαιωθείς | ανασυγκεφαλαιώσου | ||
γ' ενικ. | ανασυγκεφαλαιώθηκε | θα ανασυγκεφαλαιωθεί | να ανασυγκεφαλαιωθεί | |||
α' πληθ. | ανασυγκεφαλαιωθήκαμε | θα ανασυγκεφαλαιωθούμε | να ανασυγκεφαλαιωθούμε | |||
β' πληθ. | ανασυγκεφαλαιωθήκατε | θα ανασυγκεφαλαιωθείτε | να ανασυγκεφαλαιωθείτε | ανασυγκεφαλαιωθείτε | ||
γ' πληθ. | ανασυγκεφαλαιώθηκαν ανασυγκεφαλαιωθήκαν(ε) |
θα ανασυγκεφαλαιωθούν(ε) | να ανασυγκεφαλαιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανασυγκεφαλαιωθεί | είχα ανασυγκεφαλαιωθεί | θα έχω ανασυγκεφαλαιωθεί | να έχω ανασυγκεφαλαιωθεί | ανασυγκεφαλαιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ανασυγκεφαλαιωθεί | είχες ανασυγκεφαλαιωθεί | θα έχεις ανασυγκεφαλαιωθεί | να έχεις ανασυγκεφαλαιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανασυγκεφαλαιωθεί | είχε ανασυγκεφαλαιωθεί | θα έχει ανασυγκεφαλαιωθεί | να έχει ανασυγκεφαλαιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανασυγκεφαλαιωθεί | είχαμε ανασυγκεφαλαιωθεί | θα έχουμε ανασυγκεφαλαιωθεί | να έχουμε ανασυγκεφαλαιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανασυγκεφαλαιωθεί | είχατε ανασυγκεφαλαιωθεί | θα έχετε ανασυγκεφαλαιωθεί | να έχετε ανασυγκεφαλαιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανασυγκεφαλαιωθεί | είχαν ανασυγκεφαλαιωθεί | θα έχουν ανασυγκεφαλαιωθεί | να έχουν ανασυγκεφαλαιωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασυγκεφαλαιώνομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- ανασυγκεφαλαιώνομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)