Ετυμολογία

επεξεργασία
ανασυγκεφαλαιώνω < ανα- + συγκεφαλαιώνω < αρχαία ελληνική συγκεφαλαιόω / συγκεφαλαιῶ < κεφαλή

ανασυγκεφαλαιώνω (παθητική φωνή: ανασυγκεφαλαιώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ανασυγκεφαλαιώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)