ανασυγκεφαλαιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασυγκεφαλαιώνω < ανα- + συγκεφαλαιώνω < αρχαία ελληνική συγκεφαλαιόω / συγκεφαλαιῶ < κεφαλή
Ρήμα
επεξεργασίαανασυγκεφαλαιώνω (παθητική φωνή: ανασυγκεφαλαιώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συγκεφαλαιώνω, συν και κεφάλι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανασυγκεφαλαιώνω | ανασυγκεφαλαίωνα | θα ανασυγκεφαλαιώνω | να ανασυγκεφαλαιώνω | ανασυγκεφαλαιώνοντας | |
β' ενικ. | ανασυγκεφαλαιώνεις | ανασυγκεφαλαίωνες | θα ανασυγκεφαλαιώνεις | να ανασυγκεφαλαιώνεις | ανασυγκεφαλαίωνε | |
γ' ενικ. | ανασυγκεφαλαιώνει | ανασυγκεφαλαίωνε | θα ανασυγκεφαλαιώνει | να ανασυγκεφαλαιώνει | ||
α' πληθ. | ανασυγκεφαλαιώνουμε | ανασυγκεφαλαιώναμε | θα ανασυγκεφαλαιώνουμε | να ανασυγκεφαλαιώνουμε | ||
β' πληθ. | ανασυγκεφαλαιώνετε | ανασυγκεφαλαιώνατε | θα ανασυγκεφαλαιώνετε | να ανασυγκεφαλαιώνετε | ανασυγκεφαλαιώνετε | |
γ' πληθ. | ανασυγκεφαλαιώνουν(ε) | ανασυγκεφαλαίωναν ανασυγκεφαλαιώναν(ε) |
θα ανασυγκεφαλαιώνουν(ε) | να ανασυγκεφαλαιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανασυγκεφαλαίωσα | θα ανασυγκεφαλαιώσω | να ανασυγκεφαλαιώσω | ανασυγκεφαλαιώσει | ||
β' ενικ. | ανασυγκεφαλαίωσες | θα ανασυγκεφαλαιώσεις | να ανασυγκεφαλαιώσεις | ανασυγκεφαλαίωσε | ||
γ' ενικ. | ανασυγκεφαλαίωσε | θα ανασυγκεφαλαιώσει | να ανασυγκεφαλαιώσει | |||
α' πληθ. | ανασυγκεφαλαιώσαμε | θα ανασυγκεφαλαιώσουμε | να ανασυγκεφαλαιώσουμε | |||
β' πληθ. | ανασυγκεφαλαιώσατε | θα ανασυγκεφαλαιώσετε | να ανασυγκεφαλαιώσετε | ανασυγκεφαλαιώστε | ||
γ' πληθ. | ανασυγκεφαλαίωσαν ανασυγκεφαλαιώσαν(ε) |
θα ανασυγκεφαλαιώσουν(ε) | να ανασυγκεφαλαιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανασυγκεφαλαιώσει | είχα ανασυγκεφαλαιώσει | θα έχω ανασυγκεφαλαιώσει | να έχω ανασυγκεφαλαιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανασυγκεφαλαιώσει | είχες ανασυγκεφαλαιώσει | θα έχεις ανασυγκεφαλαιώσει | να έχεις ανασυγκεφαλαιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανασυγκεφαλαιώσει | είχε ανασυγκεφαλαιώσει | θα έχει ανασυγκεφαλαιώσει | να έχει ανασυγκεφαλαιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανασυγκεφαλαιώσει | είχαμε ανασυγκεφαλαιώσει | θα έχουμε ανασυγκεφαλαιώσει | να έχουμε ανασυγκεφαλαιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανασυγκεφαλαιώσει | είχατε ανασυγκεφαλαιώσει | θα έχετε ανασυγκεφαλαιώσει | να έχετε ανασυγκεφαλαιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανασυγκεφαλαιώσει | είχαν ανασυγκεφαλαιώσει | θα έχουν ανασυγκεφαλαιώσει | να έχουν ανασυγκεφαλαιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασυγκεφαλαιώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- ανασυγκεφαλαιώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)