ανασυγκεφαλαιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασυγκεφαλαιωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανασυγκεφαλαιώνω
Επίθετο
επεξεργασίαανασυγκεφαλαιωμένος, -η, -ο
- που έχει ανασυγκεφαλαιωθεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συγκεφαλαιώνω και κεφάλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασυγκεφαλαιωμένος
|
Πηγές
επεξεργασία- ανασυγκεφαλαιωμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)