Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκεφαλαίωση οι συγκεφαλαιώσεις
      γενική της συγκεφαλαίωσης των συγκεφαλαιώσεων
    αιτιατική τη συγκεφαλαίωση τις συγκεφαλαιώσεις
     κλητική συγκεφαλαίωση συγκεφαλαιώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκεφαλαίωση, σύνθετη λέξη < συν- + κεφαλαιώνω < κεφαλή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκεφαλαίωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία