Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

συγκεφαλαιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκεφαλαιώνω
  2. θα συγκεφαλαιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκεφαλαιώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

συγκεφαλαιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκεφαλαίωση