συγκεφαλαιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυγκεφαλαιώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος συγκεφαλαιώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκεφαλαιώνομαι | συγκεφαλαιωνόμουν(α) | θα συγκεφαλαιώνομαι | να συγκεφαλαιώνομαι | ||
β' ενικ. | συγκεφαλαιώνεσαι | συγκεφαλαιωνόσουν(α) | θα συγκεφαλαιώνεσαι | να συγκεφαλαιώνεσαι | (συγκεφαλαιώνου) | |
γ' ενικ. | συγκεφαλαιώνεται | συγκεφαλαιωνόταν(ε) | θα συγκεφαλαιώνεται | να συγκεφαλαιώνεται | ||
α' πληθ. | συγκεφαλαιωνόμαστε | συγκεφαλαιωνόμαστε συγκεφαλαιωνόμασταν |
θα συγκεφαλαιωνόμαστε | να συγκεφαλαιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | συγκεφαλαιώνεστε | συγκεφαλαιωνόσαστε συγκεφαλαιωνόσασταν |
θα συγκεφαλαιώνεστε | να συγκεφαλαιώνεστε | (συγκεφαλαιώνεστε) | |
γ' πληθ. | συγκεφαλαιώνονται | συγκεφαλαιώνονταν συγκεφαλαιωνόντουσαν |
θα συγκεφαλαιώνονται | να συγκεφαλαιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκεφαλαιώθηκα | θα συγκεφαλαιωθώ | να συγκεφαλαιωθώ | συγκεφαλαιωθεί | ||
β' ενικ. | συγκεφαλαιώθηκες | θα συγκεφαλαιωθείς | να συγκεφαλαιωθείς | συγκεφαλαιώσου | ||
γ' ενικ. | συγκεφαλαιώθηκε | θα συγκεφαλαιωθεί | να συγκεφαλαιωθεί | |||
α' πληθ. | συγκεφαλαιωθήκαμε | θα συγκεφαλαιωθούμε | να συγκεφαλαιωθούμε | |||
β' πληθ. | συγκεφαλαιωθήκατε | θα συγκεφαλαιωθείτε | να συγκεφαλαιωθείτε | συγκεφαλαιωθείτε | ||
γ' πληθ. | συγκεφαλαιώθηκαν συγκεφαλαιωθήκαν(ε) |
θα συγκεφαλαιωθούν(ε) | να συγκεφαλαιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συγκεφαλαιωθεί | είχα συγκεφαλαιωθεί | θα έχω συγκεφαλαιωθεί | να έχω συγκεφαλαιωθεί | συγκεφαλαιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις συγκεφαλαιωθεί | είχες συγκεφαλαιωθεί | θα έχεις συγκεφαλαιωθεί | να έχεις συγκεφαλαιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συγκεφαλαιωθεί | είχε συγκεφαλαιωθεί | θα έχει συγκεφαλαιωθεί | να έχει συγκεφαλαιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκεφαλαιωθεί | είχαμε συγκεφαλαιωθεί | θα έχουμε συγκεφαλαιωθεί | να έχουμε συγκεφαλαιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συγκεφαλαιωθεί | είχατε συγκεφαλαιωθεί | θα έχετε συγκεφαλαιωθεί | να έχετε συγκεφαλαιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκεφαλαιωθεί | είχαν συγκεφαλαιωθεί | θα έχουν συγκεφαλαιωθεί | να έχουν συγκεφαλαιωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκεφαλαιώνομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- συγκεφαλαιώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συγκεφαλαιώνομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)