συγκεφαλαιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκεφαλαιωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συγκεφαλαιώνω
Επίθετο
επεξεργασίασυγκεφαλαιωμένος, -η, -ο
- που έχει συγκεφαλαιωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συγκεφαλαιώνω και κεφάλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκεφαλαιωμένος
|
Πηγές
επεξεργασία- συγκεφαλαιώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συγκεφαλαιωμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: συγκεφαλαιώνω