↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκεφαλαιωμένος η συγκεφαλαιωμένη το συγκεφαλαιωμένο
      γενική του συγκεφαλαιωμένου της συγκεφαλαιωμένης του συγκεφαλαιωμένου
    αιτιατική τον συγκεφαλαιωμένο τη συγκεφαλαιωμένη το συγκεφαλαιωμένο
     κλητική συγκεφαλαιωμένε συγκεφαλαιωμένη συγκεφαλαιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκεφαλαιωμένοι οι συγκεφαλαιωμένες τα συγκεφαλαιωμένα
      γενική των συγκεφαλαιωμένων των συγκεφαλαιωμένων των συγκεφαλαιωμένων
    αιτιατική τους συγκεφαλαιωμένους τις συγκεφαλαιωμένες τα συγκεφαλαιωμένα
     κλητική συγκεφαλαιωμένοι συγκεφαλαιωμένες συγκεφαλαιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκεφαλαιωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συγκεφαλαιώνω

  Επίθετο

επεξεργασία

συγκεφαλαιωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία