Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλαιοποιώ < κεφάλαιο + -ο- + ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capitaliser[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ke.fa.le.o.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐φα‐λαι‐ο‐ποι‐ώ

  Ρήμα επεξεργασία

κεφαλαιοποιώ (παθητική φωνή: κεφαλαιοποιούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία