Δείτε επίσης: κεφαλαιο-, κεφαλαίο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφάλαιο τα κεφάλαια
      γενική του κεφαλαίου
& κεφάλαιου
των κεφαλαίων
    αιτιατική το κεφάλαιο τα κεφάλαια
     κλητική κεφάλαιο κεφάλαια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεφάλαιο ουδέτερο

  1. μεγάλη ενότητα ενός βιβλίου
    • (μεταφορικά) σημαντικό τμήμα μιας συζήτησης ή μιας ζωής
      με το γάμο του άνοιξε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή του
  2. (οικονομία) οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο (κτίρια, μηχανές, γη) ενσωματώνεται στην παραγωγική διαδικασία
Παράγωγα
επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία