capital
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- capital < μέση αγγλική capital < λατινική capitalis
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
capital | capitals |
capital (en)
- (οικονομία) κεφάλαιο
- πρωτεύουσα (μιας χώρας)
- κεφαλαίο γράμμα
- (αρχιτεκτονική) κιονόκρανο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
capital (en)
- κεφαλαιώδης
- κεφαλαίος (για γράμματα)
- που αναφέρεται στη θανατική ποινή
- capital crime: έγκλημα που επισύρει τη θανατική ποινή
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
capital | capitaux |
capital (fr)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | capital | capitaux |
θηλυκό | capitale | capitales |
capital (fr)