Ετυμολογία

επεξεργασία
capital < μέση αγγλική capital < λατινική capitalis

  Επίθετο

επεξεργασία

capital (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κεφαλαίος, για γράμματα
    ⮡  Fill out the applications with capital letters.
    Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
  2. κεφαλικός, που αναφέρεται στη θανατική ποινή
    ⮡  capital punishment - κεφαλική ποινή (ποινή θανάτου)
    ⮡  capital crime - έγκλημα που επισύρει τη θανατική ποινή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
capital capitals

capital (en)

  1. η πρωτεύουσα, η πόλη στην οποία εδρεύει η κυβέρνηση μιας χώρας, μιας πολιτείας, κτλ.
    ⮡  Athens is the capital of Greece.
    Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας.
  2. το κεφαλαίο γράμμα
    ⮡  Fill out the applications with capitals.
    Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
     συνώνυμα: capital letter, cap
  3. (μη μετρήσιμο, οικονομία) το κεφάλαιο
    ⮡  They committed to supporting the business with their own capital.
    Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση.
  4. (αρχιτεκτονική) το κιονόκρανο



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
capital capitaux

capital (fr)

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό capital capitaux
θηλυκό capitale capitales

capital (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία