κεφαλικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κεφαλικός < κεφάλι
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κεφαλικός -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ιατρική
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
κεφαλικός < κεφαλή
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κεφαλικός
- που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή:
- στο κεφάλι
- στο μπροστινό κύριο τμήμα μιας ομάδας
- στους επικεφαλής
- που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν ιδιώτη και όχι στο σύνολο ή στο δημόσιο