Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεφαλικός η κεφαλική το κεφαλικό
      γενική του κεφαλικού της κεφαλικής του κεφαλικού
    αιτιατική τον κεφαλικό την κεφαλική το κεφαλικό
     κλητική κεφαλικέ κεφαλική κεφαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεφαλικοί οι κεφαλικές τα κεφαλικά
      γενική των κεφαλικών των κεφαλικών των κεφαλικών
    αιτιατική τους κεφαλικούς τις κεφαλικές τα κεφαλικά
     κλητική κεφαλικοί κεφαλικές κεφαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλικός < κεφάλι

  Επίθετο επεξεργασία

κεφαλικός -ή, -ό

  1. (ιατρική) που σχετίζεται ή αναφέρεται στο κεφάλι
  2. κατά κεφαλή

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλικός < κεφαλή

  Επίθετο επεξεργασία

κεφαλικός

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή:
    • στο κεφάλι
    • στο μπροστινό κύριο τμήμα μιας ομάδας
    • στους επικεφαλής
  2. που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν ιδιώτη και όχι στο σύνολο ή στο δημόσιο