Ετυμολογία

επεξεργασία
κεφαλικός δείκτης < → δείτε τις λέξεις κεφάλι και δείκτης

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

κεφαλικός δείκτης αρσενικό

  • (ανθρωπολογία, ανατομία) ανθρωπολογική μέτρηση που επιτυγχάνεται διαιρώντας το μέγιστο πλάτος του κεφαλιού δια του μέγιστου μήκους (από πίσω προς τα εμπρός) εκπεφρασμένη σε εκατοστιαία αναλογία.

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • δολιχοκέφαλος < 75% (μακρύ κεφάλι), μεσοκέφαλος 75 - 80% και βραχυκέφαλος > 80% (κοντό καφάλι)
  • οι αναλογίες μεταξύ των δεικτών ποικίλλουν από πληθυσμό σε πληθυσμό και χρησιμοποιούνται σε μελέτες φυλών καθώς και από πολλές επιστήμες (αρχαιολογία, εγκληματολογία, ιατροδικαστική κ.λπ.).

  Μεταφράσεις

επεξεργασία