δολιχοκέφαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δολιχοκέφαλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dolichocéphale < αρχαία ελληνική δολιχός (μακρύς) + κεφαλή
Επίθετο επεξεργασία
δολιχοκέφαλος
- άνθρωπος που παρουσιάζει δολιχοκεφαλία
- (μεταφορικά, μειωτικό) ξεροκέφαλος, στενοκέφαλος, χοντροκέφαλος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δολιχοκέφαλος