Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δολιχός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
δολιχ
ός
ἡ
δολιχ
ή
τὸ
δολιχ
όν
γενική
τοῦ
δολιχ
οῦ
τῆς
δολιχ
ῆς
τοῦ
δολιχ
οῦ
δοτική
τῷ
δολιχ
ῷ
τῇ
δολιχ
ῇ
τῷ
δολιχ
ῷ
αιτιατική
τὸν
δολιχ
όν
τὴν
δολιχ
ήν
τὸ
δολιχ
όν
κλητική
ὦ
!
δολιχ
έ
δολιχ
ή
δολιχ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
δολιχ
οί
αἱ
δολιχ
αί
τὰ
δολιχ
ᾰ́
γενική
τῶν
δολιχ
ῶν
τῶν
δολιχ
ῶν
τῶν
δολιχ
ῶν
δοτική
τοῖς
δολιχ
οῖς
ταῖς
δολιχ
αῖς
τοῖς
δολιχ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
δολιχ
ούς
τὰς
δολιχ
ᾱ́ς
τὰ
δολιχ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
δολιχ
οί
δολιχ
αί
δολιχ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
δολιχ
ώ
τὼ
δολιχ
ᾱ́
τὼ
δολιχ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
δολιχ
οῖν
τοῖν
δολιχ
αῖν
τοῖν
δολιχ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δολιχός
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
dl̥h₁gʰós
(
μακρύς
)
Επίθετο
επεξεργασία
δολιχός, -ή, -όν
μακρός
σε
έκταση
,
επιμήκης
μακρός
σε
χρόνο
,
μακροχρόνιος
Συγγενικά
επεξεργασία
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόεις
δολιχοκρόταφος
δολιχόουρος
δολιχόπους
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχούατος
δολιχόφρων
δολιχωπά