↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δόλιχος οι δόλιχοι
      γενική του δόλιχου
δολίχου
των δόλιχων
δολίχων
    αιτιατική τον δόλιχο τους δόλιχους
δολίχους
     κλητική δόλιχε δόλιχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δόλιχος < αρχαία ελληνική δόλιχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dl̥h₁gʰós (μακρύς)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δόλιχος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία