δόλιχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δόλιχος | οι | δόλιχοι |
γενική | του | δόλιχου & δολίχου |
των | δόλιχων & δολίχων |
αιτιατική | τον | δόλιχο | τους | δόλιχους & δολίχους |
κλητική | δόλιχε | δόλιχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δόλιχος < αρχαία ελληνική δόλιχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dl̥h₁gʰós (μακρύς)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδόλιχος αρσενικό
- (αθλητισμός) αγώνισμα αντοχής, ο μακρός δρόμος, μήκους άνω των 2 σταδίων, εν αντιθέσει προς τον δρόμο του σταδίου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δόλιχος
|