↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δολιχοδρομία οι δολιχοδρομίες
      γενική της δολιχοδρομίας των δολιχοδρομιών
    αιτιατική τη δολιχοδρομία τις δολιχοδρομίες
     κλητική δολιχοδρομία δολιχοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δολιχοδρομία < αρχαία ελληνική δολιχοδρόμος + -ία < δόλιχος (<δολιχός "μακρύς") + δρόμος. Συγχρονικά αναλύεται σε δόλιχ(ος) + -ο- + -δρομία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðo.li.xo.ðɾoˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐λι‐χο‐δρο‐μί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δολιχοδρομία θηλυκό

  1. (αθλητισμός, ιστορία) η συμμετοχή στον αγώνα δρόμου δόλιχο
  2. (μεταφορικά, σπάνιο) η πρόκληση κωλυσιεργίας, η παρελκυστική τακτική
    ※  Η πώληση της ΕΤΒΑ σε ιδιώτες σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής κρατικού παρεμβατισμού στις τράπεζες και στην οικονομία, αφού η «ιστορική» τράπεζα συνέβαλλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της βιομηχανίας στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ασχέτως αν ενεπλάκη σε οικονομικές-δανειακές δολιχοδρομίες λίγο αργότερα.
    Γ. Χριστοδουλάκης, Η προίκα της τράπεζας, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία