Δείτε επίσης: δολιχοδρομῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δολιχοδρομώ < αρχαία ελληνική δολιχοδρομέω / δολιχοδρομῶ < δόλιχος (<δολιχός) + δρόμος

δολιχοδρομώ

  1. τρέχω ή διανύω μακρύ δρόμο
  2. αγωνίζομαι σε δολιχοδρομία
  3. (μεταφορικά) (σπάνιο) κωλυσιεργώ, παρελκύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία