Δείτε επίσης: διαλύω, ἀνύω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διανύω < αρχαία ελληνική διανύω < διά + ἀνύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική parcourir)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈni.o/

  Ρήμα επεξεργασία

διανύω (παθητική φωνή: διανύομαι)

  1. κινούμαι σε μια (μεγάλη) απόσταση από ένα σημείο μέχρι κάποιο άλλο
     συνώνυμα: διασχίζω
  2. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) βρίσκομαι σε συγκεκριμένο σημείο μιας πορείας ή εξέλιξης
  3. περνώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία