διανύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διανύω < αρχαία ελληνική διανύω < διά + ἀνύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική parcourir)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιανύω (παθητική φωνή: διανύομαι)
- κινούμαι σε μια (μεγάλη) απόσταση από ένα σημείο μέχρι κάποιο άλλο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) βρίσκομαι σε συγκεκριμένο σημείο μιας πορείας ή εξέλιξης
- περνώ
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιάνυτος
- διανυμένος
- διάνυση
- διάνυσμα
- διανυσματικός
- → δείτε τη λέξη άνυσμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διανύω | διένυα | θα διανύω | να διανύω | διανύοντας | |
β' ενικ. | διανύεις | διένυες | θα διανύεις | να διανύεις | διάνυε | |
γ' ενικ. | διανύει | διένυε | θα διανύει | να διανύει | ||
α' πληθ. | διανύουμε | διανύαμε | θα διανύουμε | να διανύουμε | ||
β' πληθ. | διανύετε | διανύατε | θα διανύετε | να διανύετε | διανύετε | |
γ' πληθ. | διανύουν(ε) | διένυαν διανύαν(ε) |
θα διανύουν(ε) | να διανύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διένυσα | θα διανύσω | να διανύσω | διανύσει | ||
β' ενικ. | διένυσες | θα διανύσεις | να διανύσεις | διάνυσε | ||
γ' ενικ. | διένυσε | θα διανύσει | να διανύσει | |||
α' πληθ. | διανύσαμε | θα διανύσουμε | να διανύσουμε | |||
β' πληθ. | διανύσατε | θα διανύσετε | να διανύσετε | διανύστε | ||
γ' πληθ. | διένυσαν διανύσαν(ε) |
θα διανύσουν(ε) | να διανύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διανύσει | είχα διανύσει | θα έχω διανύσει | να έχω διανύσει | ||
β' ενικ. | έχεις διανύσει | είχες διανύσει | θα έχεις διανύσει | να έχεις διανύσει | έχε διανυμένο | |
γ' ενικ. | έχει διανύσει | είχε διανύσει | θα έχει διανύσει | να έχει διανύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διανύσει | είχαμε διανύσει | θα έχουμε διανύσει | να έχουμε διανύσει | ||
β' πληθ. | έχετε διανύσει | είχατε διανύσει | θα έχετε διανύσει | να έχετε διανύσει | έχετε διανυμένο | |
γ' πληθ. | έχουν διανύσει | είχαν διανύσει | θα έχουν διανύσει | να έχουν διανύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διανυμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διανυμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διανυμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διανυμένο |