Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
travel travels

travel (en)

ενεστώτας travel
γ΄ ενικό ενεστώτα travels
αόριστος travelled, traveled
παθητική μετοχή travelled, traveled
ενεργητική μετοχή travelling, traveling

travel (en)

  • ταξιδεύω
    ⮡  Do you travel often? - Ταξιδεύεις/ταξιδεύετε συχνά;

Δείτε επίσης

επεξεργασία