voyage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
voyage | voyages |
Ετυμολογία
επεξεργασία- voyage < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική viage < αγγλονορμανδική viage και παλαιά γαλλική voiage < λατινική viaticum
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvoyage (en)
- το μακροχρόνιο ταξίδι, ειδικά με πλοίο
- (μεταφορικά) το διάστημα χρόνου, η περίοδος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | voyage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | voyages |
αόριστος | voyaged |
παθητική μετοχή | voyaged |
ενεργητική μετοχή | voyaging |
voyage (en)
- (λογοτεχνικό, αμετάβατο) το να κάνω ένα μακροχρόνιο ταξίδι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- voyage - Cambridge Dictionary online
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvoyage (fr)