Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
expedition expeditions

  Ουσιαστικό επεξεργασία

expedition (en)

  • η αποστολή, ένα οργανωμένο ταξίδι με συγκεκριμένο σκοπό, ειδικά για να μάθω για ένα μέρος που δεν είναι πολύ γνωστό
    a climbing/exploratory expedition - ορειβατική/εξερευνητική αποστολή
    an expedition to the Arctic/to the Himalayas - αποστολή στην Αρκτική/στα Ιμαλάια

  Πηγές επεξεργασία