Δείτε επίσης: Sail

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sail sails

sail (en)

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας sail
γ΄ ενικό ενεστώτα sails
αόριστος sailed
παθητική μετοχή sailed
ενεργητική μετοχή sailing

sail (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, ναυτικός όρος) πλέω, αρμενίζω, για άνθρωπο, ταξιδεύω με πλωτό μέσο, με σκάφος στο νερό· για σκάφος, ταξιδεύω στο νερό
    ⮡  They sailed on the open sea/near the coast/along the river.
    Έπλευσαν στο ανοιχτό πέλαγος/κοντά στις ακτές/κατά μήκος του ποταμού.
    ⮡  Submarines sail under the sea.
    Τα υποβρύχια πλέουν κάτω από τη θάλασσα.
    ⮡  We’re sailing towards the port/west of Crete.
    Πλέουμε προς το λιμάνι/δυτικά της Κρήτης.
    ⮡  We’re sailing out on the open sea, when a storm breaks out.
    Πλέαμε στα ανοιχτά, όταν ξέσπασε τρικυμία.
    ⮡  The boat was sailing brightly illuminated through the night.
    Το καράβι έπλεε ολόφωτο μέσα στη νύχτα.
    ⮡  The ship was sailing at sea.
    Το πλοίο αρμένιζε στο πέλαγος.
    ⮡  We were sailing for three days and nights straight.
    Αρμενίζαμε τρία μερόνυχτα συνέχεια.
    ⮡  We entered the bay sailing along the cape.
    Μπήκαμε στον κόλπο παραπλέοντας το ακρωτήριο.
    ⮡  We sailed across the Atlantic.
    Διαπλεύσαμε τον Αντλαντικό.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, αθλητισμός, και go sailing) κάνω ιστιοπλοΐα
    ⮡  Do you sail/you go sailing often?
    Κάνετε ιστιοπλοΐα συχνά;
  3. (αμετάβατο) αποπλέω, σαλπάρω, κάνω/ανοίγω πανιά, ξεκινάω ένα ταξίδι στο νερό
    ⮡  The ship will sail tomorrow morning.
    Το πλοίο θα αποπλεύσει αύριο το πρωί.
    ⮡  What time will we be sailing?
    Τι ώρα θα σαλπάρουμε;
     συνώνυμα: set sail
  4. (αμετάβατο) γλιστράω, τρέχω, μετακινούμαι με μια γρήγορη και απαλή κίνηση· κινούμαι επιβλητικά, για άνθρωπο
    ⮡  Clouds sailed across the sky.
    Τα σύννεφα γλιστρούσαν στον ουρανό.
    ⮡  The sled was sailing over the snow.
    Το έλκηθρο γλιστρούσε πάνω στο χιόνι.
    ⮡  The airship sailed gently over the city.
    Το αερόπλοιο γλιστρούσε απαλά πάνω από την πόλη.
    ⮡  I saw him sailing down the street.
    Τον είδα να κατεβαίνει τρέχοντας το δρόμο.
    ⮡  The motorcycle sailed by us like a bat out of hell and ran into a wall.
    Η μοτοσικλέτα πέρασε πλάι μας τρέχοντας σα δαιμονισμένη κι έπεσε πάνω σ' έναν τοίχο.
    ⮡  The Duchess sailed into the room.
    Η Δούκισσα μπήκε στην αίθουσα επιβλητικά.

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sail (eu)