Δείτε επίσης: Sail

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sail sails

sail (en)

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας sail
γ΄ ενικό ενεστώτα sails
αόριστος sailed
παθητική μετοχή sailed
ενεργητική μετοχή sailing

sail (en)

  1. (αθλητισμός) κάνω ιστιοπλοΐα
  2. (ναυτικός όρος)ανοίγω πανιά, ταξιδεύω, πηγαίνω (χρησιμοποιώντας ιστιοπλοϊκό μέσο)

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sail (eu)