Ετυμολογία

επεξεργασία
set sail < → δείτε τις λέξεις set και sail

  Έκφραση

επεξεργασία

set sail (en) (ιδιωματισμός)

  • αποπλέω, σαλπάρω
    ⮡  The ship will set sail tomorrow morning.
    Το πλοίο θα αποπλεύσει αύριο το πρωί.
    ⮡  What time will we be setting sail?
    Τι ώρα θα σαλπάρουμε;
     συνώνυμα: sail